ευτός

ευτός
-ή, -ό
δ. τ. τής αντων. αυτός*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ραφιδευτός — ή, όν, Α (για ύφασμα) αυτός που έχει διακοσμηθεί με ποικίλματα τα οποία έχουν εκ τών υστέρων προστεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. ευτός τών ρηματ. επιθ. από ρ. σε εύω] …   Dictionary of Greek

  • σπορευτός — ή, όν, Α (για αγρό) κατάλληλος για σπορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορ τού σπείρω* + ευτός, πιθ. μέσω αμάρτυρου αρχ. *σπορεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”